- σατραπόπλουτος
- σατραπόπλουτος,A v. σαπρόπλουτος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σατραπόπλουτος — ον, Α αυτός που είναι πλούσιος όσο και ένας σατράπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + πλοῦτος] … Dictionary of Greek